μασκαρένιος

μασκαρένιος
(I)
-α, -ο [μασκαράς (I)]
αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά.
————————
(II)
-α, -ο [μασκαράς (II)]
αναξιοπρεπής, ανήθικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μασκαρένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά, αναξιοπρεπής, ανήθικος, κακόπιστος: Έχει μασκαρένια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”